Ζήνιος

Ζήνιος
Ζήνιος, -α, -ον (Α)
φρ. «Ζήνιον ὕδωρ» — το νερό τής βροχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ζήν, αρχαιότερος τ. αιτ. (= Δία) τού Ζευς + κατάλ. -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”